βρεφοζυγός

βρεφοζυγός
ο детские весы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βρεφοζυγός" в других словарях:

  • βρεφοζυγός — ο ζυγαριά για ζύγιση βρεφών …   Dictionary of Greek

  • βρεφοζυγός — ο ζυγαριά με την οποία ζυγίζουν τα βρέφη: Στα παιδιατρικά ιατρεία είναι απαραίτητο να υπάρχουν βρεφοζυγοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοστάθμη — η ο βρεφοζυγός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»